- ἱπποτοξεία
- ἱππο-τοξεία, ἡ,A the art of the ἱπποτοξότης, Tz.H.6.996,998.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπποτοξεία — ἱπποτοξεία, ἡ (Μ) η τέχνη τού ιπποτοξότη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τοξεία (< τοξεύω)] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek